- γερμανοφιλία
- ηη αγάπη και η υποστήριξη προς τη Γερμανία και τους Γερμανούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γερμανοφιλία — η η ιδιότητα τού γερμανόφιλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμανόφιλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Πρωία] … Dictionary of Greek